- τυμβάς
- -άδος, ἡ, ΜΑγυναίκα που παρασκευάζει και χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, μάγισσα η οποία, σύμφωνα με τον Ησύχ., ονομάστηκε έτσι επειδή πήγαινε συχνά στους τύμβους και ακρωτηρίαζε τους νεκρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λιμν-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.