τυμβάς

τυμβάς
-άδος, ἡ, ΜΑ
γυναίκα που παρασκευάζει και χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, μάγισσα η οποία, σύμφωνα με τον Ησύχ., ονομάστηκε έτσι επειδή πήγαινε συχνά στους τύμβους και ακρωτηρίαζε τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λιμν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυμβάς — sorceress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβάδας — τυμβάς sorceress fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”